3,277,002
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περαιόω''': [[φέρω]] εἰς [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[μεταφέρω]], [[διαβιβάζω]], στρατιὰν [[πλείω]] ἐπεραίωσε, ὡς τὸ Λατ. trajicere exercitum, Θουκ. 4. 121, Πλούτ.· π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Πολύβ. 1. 66, 1· ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Πλούτ. 2. 196C· - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., π. τοὺς λοιποὺς τὸ [[ῥεῖθρον]] Πολύβ. 3. 113, 6. - Παθ. ([[μετὰ]] μέσ. μέλ. ἐν Θουκ. 1. 10), [[μεταβαίνω]], [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Ὀδ. Ω. 437· πῶς περαιωθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 138 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ ποιηταῖς)· ναυσὶν περαιοῦσθαι ἐπ᾿ ἀλλήλους Θουκ. 1. 5· περαιωθεὶς ὁ αὐτ. 4. 120· ἐς νῆσον περαιωθῆναι ὁ αὐτ. 5. 109· εἰς τὴν Ἀσίαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 12· - [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Ἡρόδ. 1. 209· περαιωθεὶς (ἐξυπ. τὸν Ἑλλήσποντον) ὁ αὐτ. 5. 14· τὸ [[πέλαγος]] Θουκ. 1. 10· τὸν Ἰόνιον ὁ αὐτ. 6. 34· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν ὁ αὐτ. 2. 67. ΙΙ. = [[περαίνω]], Κλήμ. Ἀλ. 734, Βυζ.· ἀλλ᾿ ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, τὸ περαιωθέντων, διορθωτέον εἰς περανθέντων, πρβλ. Wytt. Ep. Crit. 3. 4, σ. 43 (ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. διωρθώθη τὸ [[χωρίον]]). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 387-391, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 549. | |lstext='''περαιόω''': [[φέρω]] εἰς [[ἀπέναντι]] [[μέρος]], [[μεταφέρω]], [[διαβιβάζω]], στρατιὰν [[πλείω]] ἐπεραίωσε, ὡς τὸ Λατ. trajicere exercitum, Θουκ. 4. 121, Πλούτ.· π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Πολύβ. 1. 66, 1· ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Πλούτ. 2. 196C· - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., π. τοὺς λοιποὺς τὸ [[ῥεῖθρον]] Πολύβ. 3. 113, 6. - Παθ. ([[μετὰ]] μέσ. μέλ. ἐν Θουκ. 1. 10), [[μεταβαίνω]], [[διέρχομαι]], [[διαβαίνω]], μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Ὀδ. Ω. 437· πῶς περαιωθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 138 ([[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρὰ ποιηταῖς)· ναυσὶν περαιοῦσθαι ἐπ᾿ ἀλλήλους Θουκ. 1. 5· περαιωθεὶς ὁ αὐτ. 4. 120· ἐς νῆσον περαιωθῆναι ὁ αὐτ. 5. 109· εἰς τὴν Ἀσίαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 12· - [[ὡσαύτως]] μετ᾿ αἰτ. τόπου, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Ἡρόδ. 1. 209· περαιωθεὶς (ἐξυπ. τὸν Ἑλλήσποντον) ὁ αὐτ. 5. 14· τὸ [[πέλαγος]] Θουκ. 1. 10· τὸν Ἰόνιον ὁ αὐτ. 6. 34· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν ὁ αὐτ. 2. 67. ΙΙ. = [[περαίνω]], Κλήμ. Ἀλ. 734, Βυζ.· ἀλλ᾿ ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, τὸ περαιωθέντων, διορθωτέον εἰς περανθέντων, πρβλ. Wytt. Ep. Crit. 3. 4, σ. 43 (ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. διωρθώθη τὸ [[χωρίον]]). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 387-391, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 549. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περαιώσω, <i>ao.</i> ἐπεραίωσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> transporter au delà (d’un fleuve <i>ou</i> d’une mer) : στρατιάν THC une armée ; ἐπὶ Καρχηδόνα στόλον PLUT transporter une expédition à Carthage ; <i>Pass.</i> être transporté au delà, passer de l’autre côté, <i>avec</i> l’acc. <i>ou</i> [[ἐπί]] <i>ou</i> [[εἰς]] et l’acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se transporter au delà de, traverser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περαῖος]]. | |||
}} | }} |