δορυξόος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δορυξόος''': -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.
|lstext='''δορυξόος''': -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.
}}
{{bailly
|btext=-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;<br />qui façonne des bois de lances.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[ξέω]].
}}
}}