λιβανωτίς: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
|lstext='''λῐβᾰνωτίς''': -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς [[καχρυφόρος]] ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ [[μάραθον]], Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται [[οὕτως]] ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. [[λιβανωτρίς]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>n. de plantes</i> :<br /><b>1</b> romarin;<br /><b>2</b> libanotis, <i>plante ombellifère</i>;<br /><b>II.</b> v. [[λιβανωτρίς]].<br />'''Étymologie:''' [[λιβανωτός]].
}}
}}