ἀμφίγυος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίγυος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ [[ἔγχος]], ὁ ἔχων [[ὀξέα]] καὶ τὰ δύο [[ἄκρα]], ἔχων διπλῆν αἰχμήν, Ἰλ. Ν. 147, Ὀδ. Ω. 526· ἀμφ. [[δόρυ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1356: ― Ἐντεῦθεν ἐν Σοφ. Τρ. 504, ἀμφίγυοι, ἐπὶ προσ., ὡπλισμένοι κατὰ πάντα, ἠσκημένοι μαχηταί· (ὁ Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ. πιστεύει ὅτι τὸ -γυος [[εἶναι]] ἁπλῆ [[κατάληξις]], ὡς ἐν τῷ [[ἔγγυος]], [[κρήγυος]], [[ὑπόγυος]], ἰσχυριζόμενος ὅτι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[γυῖον]], [[κῶλον]], [[μέλος]]).
|lstext='''ἀμφίγυος''': -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ [[ἔγχος]], ὁ ἔχων [[ὀξέα]] καὶ τὰ δύο [[ἄκρα]], ἔχων διπλῆν αἰχμήν, Ἰλ. Ν. 147, Ὀδ. Ω. 526· ἀμφ. [[δόρυ]] Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1356: ― Ἐντεῦθεν ἐν Σοφ. Τρ. 504, ἀμφίγυοι, ἐπὶ προσ., ὡπλισμένοι κατὰ πάντα, ἠσκημένοι μαχηταί· (ὁ Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησ. τοῦ Στεφ. πιστεύει ὅτι τὸ -γυος [[εἶναι]] ἁπλῆ [[κατάληξις]], ὡς ἐν τῷ [[ἔγγυος]], [[κρήγυος]], [[ὑπόγυος]], ἰσχυριζόμενος ὅτι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[γυῖον]], [[κῶλον]], [[μέλος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à double pointe, <i>càd</i> pointu aux deux extrémités;<br /><b>2</b> aux deux extrémités (mains et pieds) robustes, <i>càd</i> aux membres robustes, <i>sel. d’autres</i> adversaires l’un et l’autre robustes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[γυῖον]].
}}
}}