θυώδης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυώδης''': -ες, ([[θύος]], ὄδωδα, πρβλ. [[εὐώδης]], δυσώδης): - ἔχω τὴν εὐωδίαν θυμιάματος, [[εὐώδης]], [[ἀρωματικός]], εἵματα... θυώδεα Ὀδ. Ε. 264˙ θαλάμοιο θυωδέος Δ. 121˙ βωμὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 87˙ νηὸς Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 58, Θεόκρ. 17. 123˙ [[Οὔλυμπος]] Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 322˙ [[λίβανος]] Ἐμπεδ. 422˙ καπνὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 1025. ΙΙ. ([[θύον]], [[εἶδος]]) ὡς τὸ [[δένδρον]] [[θύον]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 15, 3., 5. 4, 2.
|lstext='''θυώδης''': -ες, ([[θύος]], ὄδωδα, πρβλ. [[εὐώδης]], δυσώδης): - ἔχω τὴν εὐωδίαν θυμιάματος, [[εὐώδης]], [[ἀρωματικός]], εἵματα... θυώδεα Ὀδ. Ε. 264˙ θαλάμοιο θυωδέος Δ. 121˙ βωμὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 87˙ νηὸς Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 58, Θεόκρ. 17. 123˙ [[Οὔλυμπος]] Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 322˙ [[λίβανος]] Ἐμπεδ. 422˙ καπνὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 1025. ΙΙ. ([[θύον]], [[εἶδος]]) ὡς τὸ [[δένδρον]] [[θύον]], Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 15, 3., 5. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a une odeur d’encens ; parfumé, odorant.<br />'''Étymologie:''' [[θύος]].
}}
}}