ἄκυλος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκῠλος''': ὁ, [[εἶδος]] βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους [[μετὰ]] τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ [[καρπὸς]] τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
|lstext='''ἄκῠλος''': ὁ, [[εἶδος]] βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους [[μετὰ]] τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ [[καρπὸς]] τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. ([[ἴσως]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />gland comestible, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. obsc.
}}
}}