δύσληπτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· [[δυσκατάληπτος]], [[δυσνόητος]], Πλούτ. 2. 17D.
|lstext='''δύσληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· [[δυσκατάληπτος]], [[δυσνόητος]], Πλούτ. 2. 17D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à saisir;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λαμβάνω]].
}}
}}