ἀφρόντιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφρόντιστος''': -ον, ὁ μὴ φροντίζων, [[ἄφροντις]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀδιάφορος]], Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· [[ἔρως]] Θεόκρ. 10. 20· ― [[μετὰ]] γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ [[ἄφρων]] [[εἶναι]] Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, [[ἀπροσδόκητος]], ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.
|lstext='''ἀφρόντιστος''': -ον, ὁ μὴ φροντίζων, [[ἄφροντις]], [[ἀμέριμνος]], [[ἀδιάφορος]], Λατ. securus, Ξεν. Συμπ. 6, 6· [[ἔρως]] Θεόκρ. 10. 20· ― [[μετὰ]] γεν., τοῦ καλοῦ Πολύβ. 38. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -τως Σοφ. Τρ. 366 Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 1· ἀφρ. ἔχειν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 42· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ [[ἄφρων]] [[εἶναι]] Σοφ. Αἴ. 355. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις, [[ἀπροσδόκητος]], ἐμοὶ δ’ ἀγὼν ὅδ’ οὐκ ἀφρ… ἦλθε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1377.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont on ne se préoccupe pas, inattendu;<br /><b>2</b> libre de soucis.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φροντίζω]].
}}
}}