λύσσα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύσσᾰ''': Ἀττ. [[λύττα]], ἡ [[μανία]], [[ὀργή]], [[ὁρμή]], Λατ. rabies, ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῆς μανίας, κρατερὴ δέ ἑ [[λύσσα]] δέδυκεν Ι. 239 λύσσαν ἔχειν ὀλοὴν [[αὐτόθι]] 305· λ. δέ οἱ κῆρ αἱὲν ἔχε κρατερὴ Φ. 542. 2) μεθ’ Ὅμ., [[μανιώδης]] [[ὁρμή]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], οἵαν οἱ θεοὶ ἐπέφερον ὡς ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 883· ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 288, Εὐρ. Ὀρ. 254, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ βακχικῆς μανίας, ἐλαφρὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 851· θοαὶ λύσσης κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, [[αὐτόθι]] 977· λύσσῃ [[παράκοπος]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 681· ἐπιτεταμ., λ. μαινὰς Σοφ. Ἀποσπ. 678· [[λύττα]] ἐρωτικὴ Πλάτ. Νόμ. 839A· [[λύσσα]], μόνον, ἐπὶ ἐρωτικῆς μανίας, Θεόκρ. 3. 47. 3) προσωποπ., Λύσσα ἡ θεὰ τῆς λύσσης, τῆς μανίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 823. ΙΙ. κυνικὴ [[μανία]], «[[λύσσα]]», Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1. 2) ὁ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν κυνῶν [[σκώληξ]] ἀφαιρούμενος [[ἐπειδὴ]] ἐπιστεύετο ὅτι παρῆγε τὴν λύσσαν, Πλίν. 29. 32. (Ἐντεῦθεν παράγονται τὰ ῥήματα [[λυσσάω]], [[λυσσαίνω]], κτλ.· ὁ Bopp παραβάλλει Σανσκρ. rush-yâmi (irasci, furere), rush (ira, furor).)
|lstext='''λύσσᾰ''': Ἀττ. [[λύττα]], ἡ [[μανία]], [[ὀργή]], [[ὁρμή]], Λατ. rabies, ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῆς μανίας, κρατερὴ δέ ἑ [[λύσσα]] δέδυκεν Ι. 239 λύσσαν ἔχειν ὀλοὴν [[αὐτόθι]] 305· λ. δέ οἱ κῆρ αἱὲν ἔχε κρατερὴ Φ. 542. 2) μεθ’ Ὅμ., [[μανιώδης]] [[ὁρμή]], [[μανία]], [[παραφροσύνη]], οἵαν οἱ θεοὶ ἐπέφερον ὡς ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 883· ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 288, Εὐρ. Ὀρ. 254, κτλ.· [[οὕτως]] ἐπὶ βακχικῆς μανίας, ἐλαφρὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 851· θοαὶ λύσσης κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, [[αὐτόθι]] 977· λύσσῃ [[παράκοπος]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 681· ἐπιτεταμ., λ. μαινὰς Σοφ. Ἀποσπ. 678· [[λύττα]] ἐρωτικὴ Πλάτ. Νόμ. 839A· [[λύσσα]], μόνον, ἐπὶ ἐρωτικῆς μανίας, Θεόκρ. 3. 47. 3) προσωποπ., Λύσσα ἡ θεὰ τῆς λύσσης, τῆς μανίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 823. ΙΙ. κυνικὴ [[μανία]], «[[λύσσα]]», Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1. 2) ὁ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν κυνῶν [[σκώληξ]] ἀφαιρούμενος [[ἐπειδὴ]] ἐπιστεύετο ὅτι παρῆγε τὴν λύσσαν, Πλίν. 29. 32. (Ἐντεῦθεν παράγονται τὰ ῥήματα [[λυσσάω]], [[λυσσαίνω]], κτλ.· ὁ Bopp παραβάλλει Σανσκρ. rush-yâmi (irasci, furere), rush (ira, furor).)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>att.</i> [[λύττα]];<br />rage :<br /><b>1</b> rage des chiens;<br /><b>2</b> rage <i>ou</i> fureur belliqueuse;<br /><b>3</b> rage, fureur, frénésie.<br />'''Étymologie:''' DELG de [[λύκος]].
}}
}}