μύλαξ: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ([[μύλη]]) μυλόπετρα, πᾶς [[μέγας]] καὶ [[στρογγύλος]] [[λίθος]], Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― [[ἐντεῦθεν]] μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
|lstext='''μύλαξ''': [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ([[μύλη]]) μυλόπετρα, πᾶς [[μέγας]] καὶ [[στρογγύλος]] [[λίθος]], Ἰλ. Μ. 161, Ἀνθ. Π. 9. 418, 546· ― [[ἐντεῦθεν]] μύλακροι, οἱ, οἱ γόμφιοι ὀδόντες, οἱ μυλῖται, Λατ. dentes molares, Ἡσύχ.· Λατ. molucrum, παρὰ τῷ Fest., μυλόπετρα.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />pierre meulière ; grosse pierre, roche.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}