σκιατραφής: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιᾱτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) ὁ ἀνατρεφόμενος ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ζῶν ἐν σκιᾷ, διάγων βίον ἑδραῖον, «καθιστικόν», Λατ. umbratilis, Ἀγαθ. Ἱστ. 1. 7.
|lstext='''σκιᾱτρᾰφής''': -ές, ([[τρέφω]]) ὁ ἀνατρεφόμενος ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ζῶν ἐν σκιᾷ, διάγων βίον ἑδραῖον, «καθιστικόν», Λατ. umbratilis, Ἀγαθ. Ἱστ. 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />élevé, grandi à l’ombre, <i>càd</i> qui mène une vie (trop) sédentaire, mou.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], [[τρέφω]].
}}
}}