βία: Difference between revisions

964 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βία''': Ἰων: βίη, ἡ, Ἐπ. δοτ. βίῃφι Ὀδ. Ζ. 4· - σωματικὴ [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Ὅμ., κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ ἴς, σχηματίζον περίφρασιν τοῦ ὀνόματος ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, [[οἷον]], βίη, Ἡρακληείη Ἰλ. Β. 658. ἔνύα ἀκολουθεῖ ἡ μετοχ. πέρσας κατ’ ἀρσ. γένος, πρβλ. Λ. 690· βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, κτλ.· βίη Διομήδεος Ε. 781· ἐν Ἡσ. Θ. 332, ἴς .. βίης Ἡρακληείης· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Αἰσχύλ. Θήβ. 571, 577, κτλ· φίλτατ’ Αἰγίσθου β., ὡς εἰ εἶχε γράψει Αἴγισθε, ὁ αὐτ. Χο. 893· [[θήρειος]] β., = Κένταυροι, Σοφ. Τρ. 1059. 2) προσωποπ., Κράτος Βία τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12. 3) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν Ἱλ. Γ. 45. ΙΙ. βία, [[πρᾶξις]] βίας, ἐφαρμογὴ βίας, [[βίαιος]] [[τρόπος]], [[ὕβρις]] τε βίη τε Ὀδ. Ο. 329· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς Λ. 117., Π. 189· βίαι ἀνέμων Ἰλ. Π. 213· - ἰδίως παρ΄ Ἀττ., βἰᾳ τινός, [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς τινος, παρὰ τὴν θέλησιν [[αὐτοῦ]], Αισχύλ. Θήβ. 746, Σοφ. Ἀντ. 791, Θουκ. 1. 43, κτλ· βίᾳ φρενῶν Αίσχύλ. Θήβ. 612· β. καρδίας ὁ αὐτ. Ἱκ. 798· [[ὡσαύτως]], βίᾳ μόνον, ὡς ἐπίρρ. διὰ τῆς βίας. Ὀδ. Ο. 231, Ἡρόδ. 6. 5. Αἰσχύλ. Πρ. 74, κ. ἀλλ. – οὕτω, πρὸς βίαν τινὸς ὁ αὐτ. Εὐμ. 5· καὶ μόνον, πρὸς βίαν ὁ αὐτ. Πρ. 208, Σοφ. Ο. Τ. 805, Ἀριστοφ. Σφηξ. 443, κτλ· ἀντίθ. τῷ [[ἑκών]], Πλάτ. Φαίδρ. 236D· ἐκ βίας Σοφ. Φ. 563, 945, 985· ὑπὸ βίης Ἡρόδ. 6. 107· - ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας εἰ καὶ φιλικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ [[Διός]], εὐμενεῖ βίᾳ κτίσας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1068.
|lstext='''βία''': Ἰων: βίη, ἡ, Ἐπ. δοτ. βίῃφι Ὀδ. Ζ. 4· - σωματικὴ [[ἰσχύς]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], Ὅμ., κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ ἴς, σχηματίζον περίφρασιν τοῦ ὀνόματος ἰσχυρῶν ἀνδρῶν, [[οἷον]], βίη, Ἡρακληείη Ἰλ. Β. 658. ἔνύα ἀκολουθεῖ ἡ μετοχ. πέρσας κατ’ ἀρσ. γένος, πρβλ. Λ. 690· βίη Ἐτεοκληείη, Ἰφικλείη, κτλ.· βίη Διομήδεος Ε. 781· ἐν Ἡσ. Θ. 332, ἴς .. βίης Ἡρακληείης· οὕτω παρὰ τοῖς Τραγ., Τυδέως βία, Πολυνείκους β. Αἰσχύλ. Θήβ. 571, 577, κτλ· φίλτατ’ Αἰγίσθου β., ὡς εἰ εἶχε γράψει Αἴγισθε, ὁ αὐτ. Χο. 893· [[θήρειος]] β., = Κένταυροι, Σοφ. Τρ. 1059. 2) προσωποπ., Κράτος Βία τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12. 3) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, οὐκ ἔστι βίη φρεσὶν Ἱλ. Γ. 45. ΙΙ. βία, [[πρᾶξις]] βίας, ἐφαρμογὴ βίας, [[βίαιος]] [[τρόπος]], [[ὕβρις]] τε βίη τε Ὀδ. Ο. 329· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς Λ. 117., Π. 189· βίαι ἀνέμων Ἰλ. Π. 213· - ἰδίως παρ΄ Ἀττ., βἰᾳ τινός, [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς τινος, παρὰ τὴν θέλησιν [[αὐτοῦ]], Αισχύλ. Θήβ. 746, Σοφ. Ἀντ. 791, Θουκ. 1. 43, κτλ· βίᾳ φρενῶν Αίσχύλ. Θήβ. 612· β. καρδίας ὁ αὐτ. Ἱκ. 798· [[ὡσαύτως]], βίᾳ μόνον, ὡς ἐπίρρ. διὰ τῆς βίας. Ὀδ. Ο. 231, Ἡρόδ. 6. 5. Αἰσχύλ. Πρ. 74, κ. ἀλλ. – οὕτω, πρὸς βίαν τινὸς ὁ αὐτ. Εὐμ. 5· καὶ μόνον, πρὸς βίαν ὁ αὐτ. Πρ. 208, Σοφ. Ο. Τ. 805, Ἀριστοφ. Σφηξ. 443, κτλ· ἀντίθ. τῷ [[ἑκών]], Πλάτ. Φαίδρ. 236D· ἐκ βίας Σοφ. Φ. 563, 945, 985· ὑπὸ βίης Ἡρόδ. 6. 107· - ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας εἰ καὶ φιλικῆς ἐπεμβάσεως τοῦ [[Διός]], εὐμενεῖ βίᾳ κτίσας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1068.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />force :<br /><b>1</b> force vitale ; ἀφαιρεῖσθαι βίας χαλκῷ OD trancher la vie par le fer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> force du corps, vigueur ; <i>par périphr.</i> [[βίη]] <i>(ion.)</i> Διομήδεος IL, [[βία]] Τυδέως ESCHL la force de Diomède, de Tydée, <i>etc., càd</i> le vaillant Diomède, le vaillant Tydée, <i>etc.</i> ; [[βίη]] Ἐτεοκληείη IL, [[βίη]] Ἡρακληείη IL le valeureux Étéocle, le robuste Hèraklès. <i>etc. ; en parl. de choses (force du vent, etc.)</i>;<br /><b>3</b> emploi de la force, violence ; βίᾳ τινός ATT en dépit de qqn <i>ou</i> de qch ; πρὸς βίαν [[ἐμοῦ]] malgré moi ; <i>adv.</i> • βίᾳ, <i>(ion.)</i> βίῃ, • [[βίηφι]] OD par force, de force, τινος malgré qqn ; βίας [[γραφή]] PLUT accusation de violence.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> vis.
}}
}}