πολύοψος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύοψος''': -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, [[λίμνη]] Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, [[πολυτελής]], [[δεῖπνον]] Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.
|lstext='''πολύοψος''': -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, [[λίμνη]] Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, [[πολυτελής]], [[δεῖπνον]] Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui abonde en mets délicats.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὄψον]].
}}
}}