ἱππομανής: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππομᾰνής''': -ές, ἐν Σοφ. Αἴ. 143 λειμὼν ἱππ. δυνατὸν νὰ σημαίνῃ λειμῶνα ἐν ᾧ οἱ ἵπποι εὑρίσκουσι μανιώδη τέρψιν, ἢ [[ἁπλῶς]] λειμῶνα σπαργῶντα ἐκ τῆς εὐβλαστίας, χλοερόν, «εὐανθῆ, ἐφ’ ᾧ οἱ ἵπποι νέμονται» (Σχολ.), ἢ ἔχοντα πληθὺν ἵππων (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Toup., πρβλ. [[καρπομανής]], [[ὑλομανέω]]), ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἱππομανές, έος, τό, εἶδός τι φυτοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ ὁποῖον οἱ ἵπποι μανιωδῶς ἀγαπῶσιν, ἢ τὸ ὁποῖον τρωγόμενον κάμνει αὐτοὺς νὰ μαίνωνται, ἱππομανὲς [[φυτόν]] ἐστι παρ’ Ἀρκάσι˙ τῷδ’ ἐπὶ πᾶσαι καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν’ ὤρεα καὶ θοσὶ ἵπποι Θεόκρ. 2. 48, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 6. 2) μικρὰ μέλαινα [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] φυομένη ἐπὶ τοῦ μετώπου νεογεννήτου πώλου, ἥτις λαμβανομένη πρὶν ἢ καταβρωθῇ ὑπὸ τῆς μητρός, ἐθεωρεῖτο ὡς ἰσχυρὸν [[φίλτρον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 3. 17., 14. 18˙ πρβλ. Οὐεργιλ. Αἰν. 4. 516. 3) ὑγρόν τι ἐκρέον ἐκ τῶν θηλειῶν ἵππων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας, «περὶ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας ῥεῖ ταῖς ἵπποις ἐκ τοῦ αἰδοίου ὅμοιον γονῇ, λεπτότερον δὲ πολὺ ἢ τὸ τοῦ ἄρρενος˙ καὶ καλοῦσι τοῦτό τινες ἱππομανὲς» Ἀριστ. [[αὐτόθι]] 6. 18, 18, 10 κἑξ., Παυσ. 5. 27, 3, Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 280.
|lstext='''ἱππομᾰνής''': -ές, ἐν Σοφ. Αἴ. 143 λειμὼν ἱππ. δυνατὸν νὰ σημαίνῃ λειμῶνα ἐν ᾧ οἱ ἵπποι εὑρίσκουσι μανιώδη τέρψιν, ἢ [[ἁπλῶς]] λειμῶνα σπαργῶντα ἐκ τῆς εὐβλαστίας, χλοερόν, «εὐανθῆ, ἐφ’ ᾧ οἱ ἵπποι νέμονται» (Σχολ.), ἢ ἔχοντα πληθὺν ἵππων (ὡς ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὁ Toup., πρβλ. [[καρπομανής]], [[ὑλομανέω]]), ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἱππομανές, έος, τό, εἶδός τι φυτοῦ ἐν Ἀρκαδίᾳ τὸ ὁποῖον οἱ ἵπποι μανιωδῶς ἀγαπῶσιν, ἢ τὸ ὁποῖον τρωγόμενον κάμνει αὐτοὺς νὰ μαίνωνται, ἱππομανὲς [[φυτόν]] ἐστι παρ’ Ἀρκάσι˙ τῷδ’ ἐπὶ πᾶσαι καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν’ ὤρεα καὶ θοσὶ ἵπποι Θεόκρ. 2. 48, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 6. 2) μικρὰ μέλαινα [[σαρκώδης]] [[οὐσία]] φυομένη ἐπὶ τοῦ μετώπου νεογεννήτου πώλου, ἥτις λαμβανομένη πρὶν ἢ καταβρωθῇ ὑπὸ τῆς μητρός, ἐθεωρεῖτο ὡς ἰσχυρὸν [[φίλτρον]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. 3. 17., 14. 18˙ πρβλ. Οὐεργιλ. Αἰν. 4. 516. 3) ὑγρόν τι ἐκρέον ἐκ τῶν θηλειῶν ἵππων κατὰ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας, «περὶ τὴν ὥραν τῆς ὀχείας ῥεῖ ταῖς ἵπποις ἐκ τοῦ αἰδοίου ὅμοιον γονῇ, λεπτότερον δὲ πολὺ ἢ τὸ τοῦ ἄρρενος˙ καὶ καλοῦσι τοῦτό τινες ἱππομανὲς» Ἀριστ. [[αὐτόθι]] 6. 18, 18, 10 κἑξ., Παυσ. 5. 27, 3, Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 280.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> où s’ébattent les chevaux (prairie);<br /><b>2</b> τὸ ἱππομανές « hippomane » petite excroissance de chair survenant au front des poulains et employée dans les philtres.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[μαίνομαι]].
}}
}}