ἐλαφρία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφρία''': ἡ, [[ἐλαφρότης]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. α΄, 17· «[[ἐλαφρία]]· [[μωρία]]» Ἡσύχ. ΙΙ. [[ἀνακούφισις]], «ἐλάφρωμα», Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτικ. 2. 2. ΙΙΙ. «[[ὀλιγότης]]», Σουΐδ.
|lstext='''ἐλαφρία''': ἡ, [[ἐλαφρότης]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. α΄, 17· «[[ἐλαφρία]]· [[μωρία]]» Ἡσύχ. ΙΙ. [[ἀνακούφισις]], «ἐλάφρωμα», Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτικ. 2. 2. ΙΙΙ. «[[ὀλιγότης]]», Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> légèreté, <i>particul.</i> légèreté d’esprit <i>ou</i> de caractère, frivolité;<br /><b>2</b> allègement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαφρός]].
}}
}}