3,274,921
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσᾱής''': -ές, ([[ἄημι]]) ὁ κακῶς πνέων, [[θυελλώδης]] ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) [[καθόλου]], [[ὑπερβολικός]], δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· [[καῦμα]] Κόϊντ. Σμ. 13. 134· [[κῦμα]] Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114. | |lstext='''δυσᾱής''': -ές, ([[ἄημι]]) ὁ κακῶς πνέων, [[θυελλώδης]] ἐξ ἀνέμοιο δυσαέος Ἰλ. Ε. 865· Ζεφύροιο δ. Ψ. 200, καὶ Ὀδ.· ποιητ. γεν. πληθ., δυσαήων ἀντὶ δυσαέων, Ὀδ. Ν. 99. 2) [[καθόλου]], [[ὑπερβολικός]], δ. κρυμὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 115· [[καῦμα]] Κόϊντ. Σμ. 13. 134· [[κῦμα]] Ἀνθ. Π. 7. 739. ΙΙ. κακὴν ὀσμὴν ἀποπνέων, Ὀππ. Κ. 3. 114. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />au souffle violent <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄημι]]. | |||
}} | }} |