ἄλυσσον: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλυσσον''': τό, ([[λύζω]]) φυτὸν χρησιμεῦον [[ὅπως]] καταπαύῃ τὴν λύγγα (λόξυγγα), Διοσκ. 3. 105, Πλούτ.
|lstext='''ἄλυσσον''': τό, ([[λύζω]]) φυτὸν χρησιμεῦον [[ὅπως]] καταπαύῃ τὴν λύγγα (λόξυγγα), Διοσκ. 3. 105, Πλούτ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />plante réputée salutaire contre les palpitations <i>ou</i> contre la rage.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λύζω]] ou ἀ, [[λύσσα]].
}}
}}