ποικιλείμων: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλείμων''': -ον, γεν. ονος, (εἶμα) ὁ ποικίλον ἰμάτιον φορῶν, [[ποικιλείμων]] νύξ, δηλ. κατὰ τὸ ἐν ἄστροις ποικίλον αὐτῆς, (πρβλ. [[αἰόλος]] ΙΙ), Αἰσχύλ. Πρ. 24.
|lstext='''ποικῐλείμων''': -ον, γεν. ονος, (εἶμα) ὁ ποικίλον ἰμάτιον φορῶν, [[ποικιλείμων]] νύξ, δηλ. κατὰ τὸ ἐν ἄστροις ποικίλον αὐτῆς, (πρβλ. [[αἰόλος]] ΙΙ), Αἰσχύλ. Πρ. 24.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au manteau tacheté, <i>càd</i> parsemé d’étoiles (la nuit).<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[εἷμα]].
}}
}}