πάτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάτος''': ὁ, ἡ πεπατημένη ὁδός, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, «ἐκ πεπατημένης ὁδοῦ εἰς τόπον σκοπιὰν ἔχοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 137· πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Ζ. 202· οὐ μὲν γὰρ [[πάτος]] ἀνθρώπων ἀπερύκει Ὀδ. Ι. 119· ὅ τις πάτου [[ἔκτοθεν]] ἦεν ἀνθρώπων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1201· - μεταφορ., ἔξω πάτου ὀνόματα, λέξεις ἔξω τῶν συνήθων, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44 ΙΙ. [[ἀφόδευμα]], [[ἀποπάτημα]], ἠὲ πάτον στρουθοῖο Νικ. Ἀλεξιφ. 535, Θηρ. 933· - ἡ [[σημασία]] τροφὴ ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὴν λέξιν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1185 Σχολίοις [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἐπίνοια]] πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. [[ἀπόπατος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πάτος]]· ἡ πεπατημένη καὶ [[λεωφόρος]] ὁδός. καὶ [[κόπρος]]». (Πρβλ. Σανσκρ. pathas καὶ Σλαυ. pati (path)· [[ὡσαύτως]] Λατιν. pons ([[δίοδος]], [[πάροδος]], Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 14, 5), καὶ [[ἴσως]] [[πόντος]] (πρβλ. ὑγρὰ κέλευθα)· οὕτω παρεισάγεται τὸ ν εἰς τὰς λέξεις [[βάθος]] [[βένθος]], [[πάθος]] [[πένθος]]).
|lstext='''πάτος''': ὁ, ἡ πεπατημένη ὁδός, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, «ἐκ πεπατημένης ὁδοῦ εἰς τόπον σκοπιὰν ἔχοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 137· πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Ζ. 202· οὐ μὲν γὰρ [[πάτος]] ἀνθρώπων ἀπερύκει Ὀδ. Ι. 119· ὅ τις πάτου [[ἔκτοθεν]] ἦεν ἀνθρώπων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1201· - μεταφορ., ἔξω πάτου ὀνόματα, λέξεις ἔξω τῶν συνήθων, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44 ΙΙ. [[ἀφόδευμα]], [[ἀποπάτημα]], ἠὲ πάτον στρουθοῖο Νικ. Ἀλεξιφ. 535, Θηρ. 933· - ἡ [[σημασία]] τροφὴ ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὴν λέξιν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1185 Σχολίοις [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[ἐπίνοια]] πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. [[ἀπόπατος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πάτος]]· ἡ πεπατημένη καὶ [[λεωφόρος]] ὁδός. καὶ [[κόπρος]]». (Πρβλ. Σανσκρ. pathas καὶ Σλαυ. pati (path)· [[ὡσαύτως]] Λατιν. pons ([[δίοδος]], [[πάροδος]], Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 14, 5), καὶ [[ἴσως]] [[πόντος]] (πρβλ. ὑγρὰ κέλευθα)· οὕτω παρεισάγεται τὸ ν εἰς τὰς λέξεις [[βάθος]] [[βένθος]], [[πάθος]] [[πένθος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pas, marche;<br /><b>2</b> chemin battu, route frayée ; <i>fig.</i> τὰ [[ἔξω]] πάτου ὀνόματα LUC les mots qui sortent de l’ornière commune.<br />'''Étymologie:''' R. Πατ, fouler ; cf. <i>lat.</i> pons, <i>skr.</i> pathas.
}}
}}