περικλυτός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περικλῠτός''': -ή, -όν, ([[κλύω]]) ὁ [[πανταχοῦ]] φημιζόμενος, [[περιώνυμος]] «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς [[ἔνδοξος]] περισσῶς καὶ [[λίαν]] ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, [[ἔξοχα]], λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.
|lstext='''περικλῠτός''': -ή, -όν, ([[κλύω]]) ὁ [[πανταχοῦ]] φημιζόμενος, [[περιώνυμος]] «ξακουσμένος», Λατ. inclytus, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Ἡφαίστου, Ἰλ. Α. 607, Ὀδ. Θ. 287· περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἡσ. Θεογ. 571, («περικλυτὸς [[ἔνδοξος]] περισσῶς καὶ [[λίαν]] ὠνομασμένος διὰ τὴν τέχνην» Ἡσύχ.)· ἐπὶ ἡρώων, Ἰλ. Λ. 104, Σ. 326· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Δ. 325, Θ. 83, κτλ.· ἐπὶ τόπων, π. ἄστυ Δ. 9, Π. 170· ἐπὶ πραγμάτων, π. δῶρα, ἔργα, [[ἔξοχα]], λαμπρά, Ἰλ. Ζ. 324, Η. 299, Ι. 121. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς Βυζ. πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />renommé alentour, illustre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κλύω]].
}}
}}