3,277,119
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιαίρετος''': -ον, ὁ μὴ διαιρεθείς, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 6, ἀλλ. 2) ὁ μὴ [[διαιρετός]], ὡς τὸ [[ἀμερής]], ὁ αὐτ. Φυσ. 6. 1, 1. - Μεταφ., 9. 1, καὶ ἀλλ.· συγκρ., ἧττον [[διαιρετός]], ὁ αὐτ. - Ἐπίρρ. -τως, Φρύν. 443, Συλλ. Ἐπιγρ. 8962. ΙΙ. μ. γεν. [[ἀχώριστος]] ἀπὸ... Ἐκκλ. | |lstext='''ἀδιαίρετος''': -ον, ὁ μὴ διαιρεθείς, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 6, ἀλλ. 2) ὁ μὴ [[διαιρετός]], ὡς τὸ [[ἀμερής]], ὁ αὐτ. Φυσ. 6. 1, 1. - Μεταφ., 9. 1, καὶ ἀλλ.· συγκρ., ἧττον [[διαιρετός]], ὁ αὐτ. - Ἐπίρρ. -τως, Φρύν. 443, Συλλ. Ἐπιγρ. 8962. ΙΙ. μ. γεν. [[ἀχώριστος]] ἀπὸ... Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non divisé;<br /><b>2</b> indivisible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαιρέω]]. | |||
}} | }} |