ἄδεσμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδεσμος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δεσμῶν, [[ἀδέσμευτος]], ἄδ. [[φυλακή]], λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ [[τιμῆς]], Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.
|lstext='''ἄδεσμος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] δεσμῶν, [[ἀδέσμευτος]], ἄδ. [[φυλακή]], λατ. libera custodia, ἐπὶ λόγῳ [[τιμῆς]], Θουκ. 3. 34. Διον. Ἁλ. 1. 83, κτλ.· βαλλάντια ἄδ. ἀνοικτὰ βαλ. Πλούτ. 2. 503D· δεσμὸν ἄδ. φυλλάδος, δηλ. οἱ τῆς ἱκετηρίας στέφανοι, οἱ ὁποῖοι ἐκρέμαντο περὶ αὐτήν, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκ. 32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans lien : [[ἄδεσμος]] [[φυλακή]] THC captivité (sous bonne garde, mais) sans fers ni prison ; ἄδεσμα βαλλάντια PLUT bourse ouverte.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δεσμός]].
}}
}}