ἀγήραος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγήραος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. [[ἀγήρως]], ων, (οὗ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρ. δυϊκὴν ὀνομαστ. ἀγήρω (ἴδε κατωτ.), ἑν. ὀνομ. καὶ πληθ. αἰτ. [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε, 218, κτλ.)· ἑν. αἰτ. ἀγήρων, Ὕμν. Ὁμ. Δήμ. 242. ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 949 ἔχει ἀγήρω· πληθ. ὀνομ. ἀγήρω, Ἡσ. Θ. 277, δοτ. ἀγήρῳς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὁ μὴ γηράσκων, μὴ παρακμάζων, Ὅμ. καὶ Ἡσ., οἵτινες χρῶνται τῇ λέξει ἐπὶ προσώπων συνάπτοντες αὐτὴν [[μετὰ]] τοῦ [[ἀθάνατος]], [[ἀθάνατος]] καὶ [[ἀγήραος]] ἤματα πάντα, Ἰλ. Θ. 539, πρβλ. Ὀδ. Ε. 136 κτλ., σὺ δ’ ἀθ. καὶ [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε. 218· ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε, Ἰλ. Μ. 323, Ρ, 444· [[οὕτως]] Ἡσ. Θ. 949· [[ὡσαύτως]], [[ἀπήμαντος]] καὶ ἀγ., αὐτ. 955· [[οὕτως]], [[ἀγήρως]] χρόνῳ δυνάστας, Σοφ. Ἀντ. 608 (λυρ.). 2) ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς αἰγίδος, Ἰλ. Β. 447· -ἀκολούθως, ἀγ. [[κῦδος]], Πίνδ. Π, 2. 96· [[χάριν]] τ’ ἀγήρων ἕξομεν, Εὐρ. Ἱκ. 1178· καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸν ἀγήρων ἔπαινον, Θουκ. 2. 43· ἀγ. καὶ ἀθάνατον [[πάθος]], Πλάτ. Φίλ. 15D, κτλ.
|lstext='''ἀγήραος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. [[ἀγήρως]], ων, (οὗ ὁ Ὅμηρ. μεταχειρ. δυϊκὴν ὀνομαστ. ἀγήρω (ἴδε κατωτ.), ἑν. ὀνομ. καὶ πληθ. αἰτ. [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε, 218, κτλ.)· ἑν. αἰτ. ἀγήρων, Ὕμν. Ὁμ. Δήμ. 242. ἀνθ’ οὗ ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 949 ἔχει ἀγήρω· πληθ. ὀνομ. ἀγήρω, Ἡσ. Θ. 277, δοτ. ἀγήρῳς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 689· ὁ μὴ γηράσκων, μὴ παρακμάζων, Ὅμ. καὶ Ἡσ., οἵτινες χρῶνται τῇ λέξει ἐπὶ προσώπων συνάπτοντες αὐτὴν [[μετὰ]] τοῦ [[ἀθάνατος]], [[ἀθάνατος]] καὶ [[ἀγήραος]] ἤματα πάντα, Ἰλ. Θ. 539, πρβλ. Ὀδ. Ε. 136 κτλ., σὺ δ’ ἀθ. καὶ [[ἀγήρως]], Ὀδ. Ε. 218· ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε, Ἰλ. Μ. 323, Ρ, 444· [[οὕτως]] Ἡσ. Θ. 949· [[ὡσαύτως]], [[ἀπήμαντος]] καὶ ἀγ., αὐτ. 955· [[οὕτως]], [[ἀγήρως]] χρόνῳ δυνάστας, Σοφ. Ἀντ. 608 (λυρ.). 2) ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς αἰγίδος, Ἰλ. Β. 447· -ἀκολούθως, ἀγ. [[κῦδος]], Πίνδ. Π, 2. 96· [[χάριν]] τ’ ἀγήρων ἕξομεν, Εὐρ. Ἱκ. 1178· καὶ παρὰ πεζοῖς, τὸν ἀγήρων ἔπαινον, Θουκ. 2. 43· ἀγ. καὶ ἀθάνατον [[πάθος]], Πλάτ. Φίλ. 15D, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>par contr.</i> [[ἀγήρως]], ως;<br /><b>1</b> qui ne vieillit pas, toujours jeune;<br /><b>2</b> qui ne peut vieillir, impérissable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γῆρας]].
}}
}}