ἀγορανόμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγορᾱνόμος''': ὁ, ἄρχων τῆς ἀγορᾶς, ὁ [[ὁποῖος]] ἐκανόνιζε τὰς ἐν αὐτῇ ἀγορὰς καὶ πωλήσεις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 723, καὶ ἀλλ., Λυσ. 165. 34, [[συχν]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. ἴδε Ind IV. πρβ. Böckh Ρ Ε. 1. 67, ἴδ. Λεξ. τῶν Ἑλλην. καὶ Ῥωμ. ἀρχαιοτ. Smith, μετάφρ. Τσιβανοπούλου. ΙΙ. [[μετάφρασις]] τοῦ λατ. Aedilis, ἄρχοντος ἔχοντος παρόμοια καθήκοντα, Διον. Ἁλ. 6. 90, Πλούτ. 2. 658D.
|lstext='''ἀγορᾱνόμος''': ὁ, ἄρχων τῆς ἀγορᾶς, ὁ [[ὁποῖος]] ἐκανόνιζε τὰς ἐν αὐτῇ ἀγορὰς καὶ πωλήσεις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 723, καὶ ἀλλ., Λυσ. 165. 34, [[συχν]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. ἴδε Ind IV. πρβ. Böckh Ρ Ε. 1. 67, ἴδ. Λεξ. τῶν Ἑλλην. καὶ Ῥωμ. ἀρχαιοτ. Smith, μετάφρ. Τσιβανοπούλου. ΙΙ. [[μετάφρασις]] τοῦ λατ. Aedilis, ἄρχοντος ἔχοντος παρόμοια καθήκοντα, Διον. Ἁλ. 6. 90, Πλούτ. 2. 658D.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>en Grèce</i>, agoranome, inspecteur des marchés;<br /><b>2</b> <i>en Égypte lagide</i>, espèce de notaire;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i>, édile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγορά]], [[νόμος]].
}}
}}