ἀδιόρθωτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιόρθωτος''': -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. [[διορθωτής]]. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἀνεπανόρθωτος]], [[δουλεία]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.
|lstext='''ἀδιόρθωτος''': -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. [[διορθωτής]]. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἀνεπανόρθωτος]], [[δουλεία]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non redressé, non corrigé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διορθόω]].
}}
}}