ἀήθεια: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀήθεια''': Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, ([[ἀήθης]]), ἡ [[καινότης]] καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = [[ἀπειρία]]· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. [[ἀηθία]].
|lstext='''ἀήθεια''': Ἰων. ἀηθίη, [ῑ], ἡ, ([[ἀήθης]]), ἡ [[καινότης]] καταστάσεώς τινος, Βατρ. 72· ἀήθ. τινός = [[ἀπειρία]]· Θουκ. 4. 55· ὑπὸ ἀηθείας = ἐξ ἀπειρίας, Πλάτ. Θεαίτ. 175D: ― πρβλ. [[ἀηθία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d’habitude, inexpérience.<br />'''Étymologie:''' [[ἀήθης]].
}}
}}