3,277,002
edits
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλοτόμος''': -ον, (√ΤΕΜ, [[τέμνω]]), ὁ τέμνων ξύλα, [[πέλεκυς]] Ἰλ. Ψ. 114· [[τέκτων]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. [[ὑλοτόμος]], ὁ, [[ξυλοτόμος]], [[ξυλοκόπος]], Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. [[ὑλοτόμος]], ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς [[θελκτήριον]], φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. [[τέμνω]] ΙΙΙ. 2. | |lstext='''ὑλοτόμος''': -ον, (√ΤΕΜ, [[τέμνω]]), ὁ τέμνων ξύλα, [[πέλεκυς]] Ἰλ. Ψ. 114· [[τέκτων]] Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΓ΄, 11)· - ὡς οὐσιαστ. [[ὑλοτόμος]], ὁ, [[ξυλοτόμος]], [[ξυλοκόπος]], Ἰλ. Ψ. 123, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 805, Σοφ. Ἠλ. 98, Θεόφρ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. [[ὑλοτόμος]], ον, Παθ., ὁ ἐν τῷ δάσει τμηθείς· τὸ ὑλότομον, φυτὸν τμηθὲν ἐν τῷ δρυμῷ ἐν χρήσει δὲ ὡς [[θελκτήριον]], φέρτερον ὑλοτόμοιο Ὑμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229, πρβλ. [[τέμνω]] ΙΙΙ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui coupe le bois ; ὁ [[ὑλοτόμος]] bûcheron.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[τέμνω]]. | |||
}} | }} |