3,274,754
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχεπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., [[πικρός]], ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), [[ὀξύς]], διαπεραστικός (πρβλ. [[πεύκη]], [[πικρός]])· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πικρός]], ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469. | |lstext='''ἐχεπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., [[πικρός]], ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), [[ὀξύς]], διαπεραστικός (πρβλ. [[πεύκη]], [[πικρός]])· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[πικρός]], ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />aigu, pointu.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], πευκή. | |||
}} | }} |