3,271,449
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τειχεσιπλήτης''': -ου, ὁ, ([[πελάζω]]) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 ([[ἔνθα]] -βλήτης [[εἶναι]] πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει [[κριὸς]] τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. [[δασπλῆτις]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432. | |lstext='''τειχεσιπλήτης''': -ου, ὁ, ([[πελάζω]]) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 ([[ἔνθα]] -βλήτης [[εἶναι]] πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει [[κριὸς]] τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. [[δασπλῆτις]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. voc.</i> τειχεσιπλῆτα;<br />qui s’approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[πελάω]]. | |||
}} | }} |