κουρίας: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.
|lstext='''κουρίας''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui a les cheveux coupés.<br />'''Étymologie:''' [[κουρά]].
}}
}}