3,273,735
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύμβᾰτος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, [[ἀσυμβίβαστος]], ἡμῖν τε πῶς οὐ [[βλάβη]] δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν [[ἀντίθεσις]], πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, [[ἀδιάλλακτος]], Πλούτ. 2. 946Ε· - [[τραῦμα]] ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. [[ἄνευ]] συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1. | |lstext='''ἀσύμβᾰτος''': παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, [[ἀσυμβίβαστος]], ἡμῖν τε πῶς οὐ [[βλάβη]] δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν [[ἀντίθεσις]], πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, [[ἀδιάλλακτος]], Πλούτ. 2. 946Ε· - [[τραῦμα]] ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. [[ἄνευ]] συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne peut se réunir ; <i>fig.</i> qui ne peut s’accorder, qui ne se prête à aucun accommodement, irréconciliable ; τὸ ἀσύμβατον THC dispositions irréconciliables.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συμβαίνω]]. | |||
}} | }} |