αἱρέσιμος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱρέσιμος''': -ου, ([[αἱρέω]]), [[ἁλωτός]], ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.
|lstext='''αἱρέσιμος''': -ου, ([[αἱρέω]]), [[ἁλωτός]], ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />prenable.<br />'''Étymologie:''' [[αἱρέω]].
}}
}}