κυκλοφορητικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυκλοφορητικός''': -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, [[κυκλικός]], [[κίνησις]] Πλούτ. 2. 1004G· [[οὐσία]] Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
|lstext='''κυκλοφορητικός''': -ή, -όν, κινούμενος ἐν κύκλῳ, [[κυκλικός]], [[κίνησις]] Πλούτ. 2. 1004G· [[οὐσία]] Φίλων 1. 514. Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se meut circulairement.<br />'''Étymologie:''' [[κυκλοφορέομαι]].
}}
}}