οὐσιώδης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 12, Πλούτ. 2. 1085D, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 25D, Ὠριγέν. Ι, 516Β, κλ.
|lstext='''οὐσιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 12, Πλούτ. 2. 1085D, κτλ. Ἐπίρρ. -δῶς, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 25D, Ὠριγέν. Ι, 516Β, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />essentiel, substantiel.<br />'''Étymologie:''' [[οὐσία]], -ωδης.
}}
}}