οἰκουρία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουρία''': ἡ, ([[οἰκουρέω]]) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.
|lstext='''οἰκουρία''': ἡ, ([[οἰκουρέω]]) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι [[αὐτοῦ]], ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de rester à la maison :<br /><b>1</b> vie sédentaire <i>ou</i> retirée;<br /><b>2</b> oisiveté, inaction.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
}}