δοκιμή: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκιμή''': ἡ, [[δοκιμασία]], [[ἐξέτασις]], Διοσκ. 4. 186. 2) χαρακτὴρ δεδοκιμασμένος, Λατ. probitas, Κ. Δ. Ἐπ. π. Φιλ. β΄, 22, πρβλ. 2 π. Κορ. β΄, 9.
|lstext='''δοκιμή''': ἡ, [[δοκιμασία]], [[ἐξέτασις]], Διοσκ. 4. 186. 2) χαρακτὴρ δεδοκιμασμένος, Λατ. probitas, Κ. Δ. Ἐπ. π. Φιλ. β΄, 22, πρβλ. 2 π. Κορ. β΄, 9.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> épreuve, essai, expérience;<br /><b>2</b> indice probant, preuve;<br /><b>3</b> caractère éprouvé, fidélité <i>ou</i> foi éprouvée.<br />'''Étymologie:''' [[δόκιμος]].
}}
}}