καταδιώκω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδιώκω''': μέλλ. -ξω ἢ -ξομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινὸς [[ὅπως]] συλλάβω αὐτόν, [[καταδιώκω]], Θουκ. 1. 49., 3. 84, κτλ.· ― μεταφ., ἐπιδιώκω, Πολύβ. 6. 42, 1.
|lstext='''καταδιώκω''': μέλλ. -ξω ἢ -ξομαι, [[τρέχω]] κατόπιν τινὸς [[ὅπως]] συλλάβω αὐτόν, [[καταδιώκω]], Θουκ. 1. 49., 3. 84, κτλ.· ― μεταφ., ἐπιδιώκω, Πολύβ. 6. 42, 1.
}}
{{bailly
|btext=poursuivre, serrer de près.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[διώκω]].
}}
}}