3,274,831
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καιροσέων''': θηλ. γεν. πληθ. ἐν Ὀδ. Η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν [[ἔλαιον]], ἐκ τῶν πυκνῶς ὑφασμένων ὀθονῶν στάζει τὸ ὑγρὸν [[ἔλαιον]], δηλ. τὸ [[ὕφασμα]] [[εἶναι]] τοσοῦτον [[πυκνόν]], [[ὥστε]] τὸ [[ἔλαιον]] δὲν διέρχεται δι’ [[αὐτοῦ]] ἀλλὰ στάζει ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ἐκ τῶν [[ἄκρων]]. Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[εἶναι]] ἀντὶ καιροεσσέων (Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ καιρόεις), καὶ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει καιρουσσέων. Προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ [[καῖρος]] Α. | |lstext='''καιροσέων''': θηλ. γεν. πληθ. ἐν Ὀδ. Η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν [[ἔλαιον]], ἐκ τῶν πυκνῶς ὑφασμένων ὀθονῶν στάζει τὸ ὑγρὸν [[ἔλαιον]], δηλ. τὸ [[ὕφασμα]] [[εἶναι]] τοσοῦτον [[πυκνόν]], [[ὥστε]] τὸ [[ἔλαιον]] δὲν διέρχεται δι’ [[αὐτοῦ]] ἀλλὰ στάζει ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ἐκ τῶν [[ἄκρων]]. Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[εἶναι]] ἀντὶ καιροεσσέων (Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ καιρόεις), καὶ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει καιρουσσέων. Προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ [[καῖρος]] Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>gén. pl. d’un mot inconnu</i>;<br /><i>pê</i> bien tressé, solidement tissu.<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]]. | |||
}} | }} |