διαστείχω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) [[μετὰ]] γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
|lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) [[μετὰ]] γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διέστιχον;<br />s’avancer à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στείχω]].
}}
}}