3,273,402
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) [[μετὰ]] γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67. | |lstext='''διαστείχω''': ἀόρ. -έστῐχον· - [[διέρχομαι]] ἢ [[διαβαίνω]], πόλιν, γύαλα Εὐρ. Ἀνδρ. 1090, 1092. 2) [[μετὰ]] γεν., δ. πλούτου, ἔχω ἄφθονον πλοῦτον, Πίνδ. Ι. 3, 27. 3) [[ὑπάγω]] εἰς τὸν δρόμον μου, «ἐς τὴ δουλειά μου», ἀνεγρομένη γε διέστιχε (ὁ Brunck διαπέστιχε, ὁ δὲ Ahrens σῖγ’ ἔστιχε) Θεόκρ. 27. 67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> διέστιχον;<br />s’avancer à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στείχω]]. | |||
}} | }} |