γαργαίρω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαργαίρω''': μέλλ. ᾰρῶ, ([[γάργαρα]]) [[βρύω]], [[γέμω]], εἶμαι [[πλήρης]], ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ [[οἰκία]] Σώφρων 59 Ahr. ([[ἔνθα]] ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.
|lstext='''γαργαίρω''': μέλλ. ᾰρῶ, ([[γάργαρα]]) [[βρύω]], [[γέμω]], εἶμαι [[πλήρης]], ἀνδρῶν Κρατῖν. Ἀδήλ. 141, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 327 (ἀλλ’ ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμ. 2. 1099)· ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ [[οἰκία]] Σώφρων 59 Ahr. ([[ἔνθα]] ὁ Ἀθήν. ἔχει ἐμάρμαιρεν), ἀλλὰ πρβλ. τὰ μνημονευθέντα χωρία παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 3.
}}
{{bailly
|btext=regorger <i>litt.</i> fourmiller, grouiller de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γάργαρα]].
}}
}}