ὑπηνέμιος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπηνέμιος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ διὰ τοῦ ἀνέμου (φερόμενος), ὑπᾱνέμιοι φορέονται Θεόκρ. 5. 115. 2) ὁ προμηνύων ἄνεμον, Ἄρατ. 839. ΙΙ. [[πλήρης]] ἀνέμου, ὑπηνέμια ᾠά, «τὰ [[δίχα]] τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1· (ἀνεμιαῖον ᾠόν, ἐνομίζετο ἀττικώτερον, Μοῖρ. 73, πρβλ. Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. Meineke 2. 1018)· - [[κυρίως]] ὡς εἴρηται ἐπὶ ᾠῶν [[ἅπερ]] γεννῶσιν αἱ ὄρνιθες χωρὶς νὰ ὀχευθῶσιν ὑπ’ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, κἑξ. 10. 6, 2, κἑξ.· πρβλ. ὑπ. [[κύημα]] ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 1, 5 καὶ 18· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 695, ὑπην. ᾠόν, [[εἶναι]] τὸ παραχθὲν ὑπὸ τῆς Νυκτὸς μόνης [[ἄνευ]] σπορᾶς· καὶ ὁ Λουκ. περὶ Θυσιῶν 6 καλεῖ τὸν Ἥφαιστον ὑπ. παῖδα τῆς Ἥρας. 2) μεταφ., [[μάταιος]], [[κενός]], [[ἄκαρπος]], [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Πλούτ. 2. 38Ε· ὄνειροι [[αὐτόθι]] 735Ε, Λουκιαν. Ἁρμον. 4· [[πλοῦτος]] Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ἐπὶ ἀνθρώπων, πεφυσημένος, ἀλαζών, [[κομπαστής]], Πλουτ. Σερτ. 12.
|lstext='''ὑπηνέμιος''': -ον, ([[ἄνεμος]]) ὁ διὰ τοῦ ἀνέμου (φερόμενος), ὑπᾱνέμιοι φορέονται Θεόκρ. 5. 115. 2) ὁ προμηνύων ἄνεμον, Ἄρατ. 839. ΙΙ. [[πλήρης]] ἀνέμου, ὑπηνέμια ᾠά, «τὰ [[δίχα]] τοῦ ὀχευθῆναι γεννώμενα» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 237, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Δαιδάλῳ» 1· (ἀνεμιαῖον ᾠόν, ἐνομίζετο ἀττικώτερον, Μοῖρ. 73, πρβλ. Bergk ἐν Κωμικ. Ἀποσπ. Meineke 2. 1018)· - [[κυρίως]] ὡς εἴρηται ἐπὶ ᾠῶν [[ἅπερ]] γεννῶσιν αἱ ὄρνιθες χωρὶς νὰ ὀχευθῶσιν ὑπ’ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, κἑξ. 10. 6, 2, κἑξ.· πρβλ. ὑπ. [[κύημα]] ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 1, 5 καὶ 18· - ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 695, ὑπην. ᾠόν, [[εἶναι]] τὸ παραχθὲν ὑπὸ τῆς Νυκτὸς μόνης [[ἄνευ]] σπορᾶς· καὶ ὁ Λουκ. περὶ Θυσιῶν 6 καλεῖ τὸν Ἥφαιστον ὑπ. παῖδα τῆς Ἥρας. 2) μεταφ., [[μάταιος]], [[κενός]], [[ἄκαρπος]], [[ἄνευ]] ἀποτελέσματος, λοχεῖαι καὶ ὠδῖνες Πλούτ. 2. 38Ε· ὄνειροι [[αὐτόθι]] 735Ε, Λουκιαν. Ἁρμον. 4· [[πλοῦτος]] Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 12· ἐπὶ ἀνθρώπων, πεφυσημένος, ἀλαζών, [[κομπαστής]], Πλουτ. Σερτ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne contient que du vent ; vain, vide ; <i>en parl. de pers.</i> vain, vaniteux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἄνεμος]].
}}
}}