ἐπακρίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπακρίζω''': [[φθάνω]] εἰς τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε [[τλήμων]] Ὀρέστης («ἐπ’ [[ἄκρον]] ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον [[σημεῖον]] αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ [[ἄκρον]] ἤγαγε καὶ [[τέλος]] ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.
|lstext='''ἐπακρίζω''': [[φθάνω]] εἰς τὸ ἀνώτατον [[σημεῖον]] πράγματός τινος, πολλῶν αἱμάτων ἐπήκρισε [[τλήμων]] Ὀρέστης («ἐπ’ [[ἄκρον]] ἦλθε» Σχολ.), ἔφθασεν εἰς ὕψιστον [[σημεῖον]] αἱματηρῶν ἔργων, Αἰσχύλ. Χο. 932. [[Κατὰ]] τὸν Εὐστ. (Ὀδ. 1636, 49) «ἐπήκρισε ἀντὶ τοῦ ἐπ’ [[ἄκρον]] ἤγαγε καὶ [[τέλος]] ἐπέθηκεν», πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπήκρισεν.
}}
{{bailly
|btext=combler la mesure de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἄκρος]].
}}
}}