3,277,055
edits
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπιμελέομαι''': ἀποθετ. ([[μέλομαι]]) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος ἢ [[προσέχω]] εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι [[ὅπως]] τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115. | |lstext='''συνεπιμελέομαι''': ἀποθετ. ([[μέλομαι]]) ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιμελοῦμαι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος ἢ [[προσέχω]] εἴς τι, τινος Θουκ. 8. 39· Ξεν.· σ. τῆς στρατιᾶς, ἔχειν κοινὴν ἐπιμέλειαν ἢ φροντίδα περὶ αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 22· σ. τινος μετά τινος Δημ. 1168. 17· ἀπολ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ξυνεπιμεληθῆναι [[ὅπως]] τι ἔσται Πλάτ. Νόμ. 754C· σ. ὡς... Συλλ. Ἐπιγρ. 115. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />prendre soin en même temps <i>ou</i> en commun : τινος de qqn <i>ou</i> de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιμελέομαι]]. | |||
}} | }} |