3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσελαύνω''': Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. [[ἐλαύνω]] [[ἐντός]], ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος [[αὐτοῦ]] δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]], χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. [[ὡσεὶ]] ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· [[ἐπεὶ]] εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν [[ἔφιππος]] εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - [[εἰσέρχομαι]] ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31. | |lstext='''εἰσελαύνω''': Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. [[ἐλαύνω]] [[ἐντός]], ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ [[ὥσπερ]] ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος [[αὐτοῦ]] δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου [[αὐτοῦ]], χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. [[ὡσεὶ]] ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]] εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· [[ἐπεὶ]] εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν [[ἔφιππος]] εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - [[εἰσέρχομαι]] ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> εἰσελάσω, <i>ao.</i> εἰσήλασα, <i>etc.</i><br />pousser dans <i>ou</i> vers : εἰσελαύνειν ἵππους IL pousser ses chevaux contre ; <i>fig.</i> τινα [[εἴς]] [[τι]] pousser qqn vers un but ; (<i>s.e.</i> ἵππον, στρατόν, [[νῆα]], <i>etc.</i>) entrer dans, faire son entrée dans : [[εἰς]] τὴν πόλιν XÉN dans la ville ; aborder ; <i>à Rome</i> θρίαμβον εἰσελαύνειν PLUT entrer en triomphe, mener le triomphe ; <i>abs.</i> εἰσελαύνειν τεθρίππῳ PLUT mener le triomphe sur un quadrige ; εἰσελαύνειν [[εἰς]] [[τὰς]] Ἀθήνας ÉL faire son entrée triomphale dans Athènes.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἐλαύνω]]. | |||
}} | }} |