3,270,321
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰθύκολπος''': -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν [[ἱμάτιον]] σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ [[στῆθος]], ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ [[στῆθος]] (πρβλ. [[βαθύστερνος]]), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) [[ἁπλῶς]], [[λίαν]] [[βαθύς]], χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17. | |lstext='''βᾰθύκολπος''': -ον, ὁ ἔχων ἢ φορῶν [[ἱμάτιον]] σχηματίζον βαθείας πτυχὰς (πρβλ. [[βαθύζωνος]]), ἐπίθ. τῶν Τρῳάδων, Ἰλ. Σ. 122, 339., Ω 315· τῶν Νυμφῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 5, εἰς Ἀφροδ. 258. ΙΙ. ἡ ἔχουσα βαθέα, πλήρη στήθη, τ. ἔ. μαστοὺς πληροῦντας τὸ [[στῆθος]], ἐκ β. στηθέων Αἰσχύλ. Θήβ. 864· μεταφ. ἐπὶ τῆς γῆς, ἔχουσα βαθείας κοιλάδας ἢ βαθὺ [[στῆθος]] (πρβλ. [[βαθύστερνος]]), Πίνδ. Π. 9. 177, Ν. 9. 60 2) [[ἁπλῶς]], [[λίαν]] [[βαθύς]], χειὴ Νόνν. Δ. 12. 327· οὕτω πιθ. πηγὴ βαθ. ὁ αὐτ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[βαθύζωνος]];<br /><b>2</b> aux seins profonds, <i>càd</i> robustes.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[κόλπος]]. | |||
}} | }} |