ἐγκοπεύς: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκοπεύς''': έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν [[ἐργαλεῖον]] πρὸς κοπὴν λίθων, [[κοπεύς]], Λουκ. Ἐνύπν. 3.
|lstext='''ἐγκοπεύς''': έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν [[ἐργαλεῖον]] πρὸς κοπὴν λίθων, [[κοπεύς]], Λουκ. Ἐνύπν. 3.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />ciseau de sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκόπτω]].
}}
}}