λάθυρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λάθῠρος''': ὁ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.
|lstext='''λάθῠρος''': ὁ, [[εἶδος]] ὀσπρίου, «λαθύρι», Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 43, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· ἑτερογεν. πληθ. λάθυρα, Βαρβ. 74. 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pois chiche, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG origine ignorée ; cf. ttf. <i>lat.</i> lens « lentille ».
}}
}}