ἀσυνάλλακτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυνάλλακτος''': -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν [[ἄνευ]] σχέσεων κοινωνικῶν, [[ἀκοινώνητος]], [[ἀδιάλλακτος]], ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.
|lstext='''ἀσυνάλλακτος''': -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν [[ἄνευ]] σχέσεων κοινωνικῶν, [[ἀκοινώνητος]], [[ἀδιάλλακτος]], ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans relations, insociable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[συναλλάσσω]].
}}
}}