ἐπιβαίνω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβαίνω''': μέλλ. - βήσομαι: πρκμ. - βέβηκα: ἀόρ. ἐπέβην: πρστ. ἐπίβᾱ (ἀντὶ -βηθι) Θέογν. 847: Μέσ. ἀόρ. ἐπεβησάμην (οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸν Ἰων. τύπον ἐπεβήσετο, προστ. ἐπιβήσεο). Α. ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ἀμετάβ., [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]]: 1) [[μετὰ]] γεν., βάλλω τὸν [[πόδα]] μου [[ἐπάνω]], πατῶ, περιπατῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, γαίης, ἠπείρου Ὀδ. Ι. 83, κτλ.· πόληος, πατρίδος, Τροίης Ἰλ. Π. 396, Ὀδ. Δ. 521, Ξ. 229· ἀδύτων ἐπιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1035· καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, μὴ ἐπιβαίνειν τῶν σφετέρων οὔρων, νὰ μὴ πατήσωσιν εἰς τὰ σύνορα αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 125, πρβλ. Θουκ. 1. 103, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6, Πλάτ. Νόμ. 778Ε· πυρῆς ἐπιβάντα, «ἐπιβιβασθέντα, ἐπιτεθέντα» (Σχολ.), ἐπὶ πτώματος, Ἰλ. Δ. 99:- [[ὡσαύτως]], [[ἐπιβαίνω]] ἐπί τινος Ἡρόδ. 2. 107. 2) [[ἀναβαίνω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, πύργων, νεῶν, ἵππων, δίφρου, εὐνῆς Ὅμ.· [[μάλιστα]] κατὰ [[μέσον]] ἀόρ., π. χ. ἐπεβήσετ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 78· ἐπ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 9. 70· λέκτρων… ἐπιβῆναι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 40:- [[ὡσαύτως]], ἐπ. ἐπὶ νηὸς Ἡρόδ. 8. 118. 3) ἐπὶ χρόνου, [[φθάνω]] εἰς…, [[τετταράκοντα]] δὲ ἐπιβαίνοντα ἐτῶν Πλάτ. Νόμ 666Β· εἴη δ’ [[ἐνναέτης]] ἢ καὶ δεκάτω (Δωρικ. γεν.) ἐπιβαίνοι (δεκάτῳ Meineke) Θεόκρ. 26. 29· τῆς μειρακίων ἡλικίας Ἡρῳδιαν. 1. 3. 4) [[ὡσαύτως]] ἐν ποικίλαις μεταφ. ἐννοίαις, πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν, εἰς τὸ [[ἄκρον]] τῆς ἀναιδείας ἦλθον, κατέστησαν ἀνεδαίσταται, Ὀδ. Χ. 424· ἀλλ’ [[ἕπευ]], [[ὄφρα]] σφῶϊ ἐυφροσύνης ἐπιβῆτον, «ἵνα [[ἄμφω]] κατὰ τὸ [[ἦτορ]] ὑμῶν εὐφροσύνης ἐπιβαίητε, ὃ περιφραστικῶς δηλοῖ τὸ ἵνα χαρείητε» (Σχόλ.), Ψ. 52· τέχνης ἡμετέρης ἐπιβήμεναι [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμῆν 465· εὐσεβίας ἐπιβαίνοντες, «εὐσεβῶς πατοῦντες» (Σχολ.), Σοφ. Ο. Κ. 189· δόξης οὔποτε τῆσδ’ ἐπιβάντες, οὔποτε διανοηθέντες τοιοῦτόν τι, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1463· ἔτους δωδεκάτου ἐπιβάς, εἰσελθὼν εἰς τὸ…, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 689. 3· καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐπ. σοφίας, ἐπιλαμβάνεσθαι, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α, ἴδε Ruhnk. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· ἐπ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, δράττεσθαι, Ἀππ. Συρ. 2, Σαμνιτ. 1, κτλ., πρβλ. κατωτ. Β. 2. ΙΙ [[μετὰ]] δοτ., [[ἀναβαίνω]] [[ἐπάνω]], [[ἔρχομαι]] [[ἐπάνω]], ναυσὶ Θουκ. 7. 70 πρβλ. Ἰλ. β. 351· ἐπ. τῇ Σικελίᾳ Διόδ. 16. 66· ἵππῳ Λουκ. Ὄν. 27· μεταφ., ἐπ. ἀνορέαις Πινδ. Ν. 3. 34:- [[ὡσαύτως]], ἐπ. ἐπὶ πύργῳ Ἡρόδ. 1. 181. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., [[προσβάλλω]] τινά, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, ἐπιβῆναι μεθ’ ἡμῶν τῷ Ἀσσυρίῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 26, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], [[πλησιάζω]], Πίνδ. Ἀποσπ. 58. 8. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[κατέρχομαι]] εἴς τι [[μέρος]], παρ’ Ὁμ. δὶς ἐπὶ θεῶν κατερχομένων εἴς τι [[μέρος]] ἐκ τοῦ Ὀλύμπου, Πιερίην ἐπιβάς, ἐπιβᾶσα Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50· [[οὕτως]], ἐπ. καιρόν, «τοῦ καιροῦ τῇ ἀληθείᾳ τυχὼν» (Σχολ.), Πίνδ. Ν. 1. 27:- ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], προχωρῶ εἴς τι [[μέρος]], [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 7. 50, Σοφ. Αἴ. 144:- [[οὕτως]], ἐπιβ. ἐπὶ χώραν Δημ. 278. 21· εἰς…, Διόδ. 14. 84. 2) μετ’ αἰτ. προσ. σπανίως, [[προσβάλλω]], ὡς τὸ [[ἐπέρχομαι]], καὶ μόνον ποιητ., Σοφ. Αἴ. 137, Ἠλ. 492, πρβλ. Φιλ. 194, Ἰλ. Π. 69. 3) [[ἀναβαίνω]], νῶθ’ ἵππων ἐπιβάντες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 286· ἐπὶ ἵππον Ἡρόδ. 4. 22· ἐπὶ νῆα ὁ αὐτ. 8. 120:- ἐπὶ ὀχείας τῶν ζῴων, ποιοῦνται τὸν συνδυασμὸν τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων ἐπιβαίνοντος ἐπὶ τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 2, 3. 4) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), ἐπιβῆναι τὸν [[πόδα]] τινὶ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· ἐπιβὰς τῇ βύρσῃ τὸν δεξιὸν [[πόδα]] ὑπισχνεῖται ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 48. IV. ἀπολ., πατῶ κἄπου, [[οὐδέ]] πῃ εἶχον [[οὔτε]] στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, οὔτ’ ἐπιβῆναι Ὀδ. Μ. 434. 2) βαίνω ἐμπρός, προχωρῶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 677, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 81· ἐπίβαινε [[πόρσω]] Σοφ. Ο. Κ. 179:- προχωρῶ εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου, Πολύβ. 1. 68, 8. 3) [[ἀναβαίνω]] ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππου, εἶμαι ἐπὶ ἁμάξης ἢ [[ἔφιππος]], Ἰλ. Ε. 666, Ἡρόδ. 3. 84· [[ἀναβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]] ἢ εἶμαι [[ἐπιβάτης]] πλοίου, Ἰλ. Ο. 387, Σοφ. Αἰ. 357, Ἡρόδ. 8. 90, Θουκ. 1. 90, κτλ. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας ἐν τῷ ἐνεργ. ἀόρ. α΄ (τὸ [[ἐπιβιβάζω]] καὶ [[ἐπιβάσκω]] χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστῶτες), [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐπιβῇ, [[ἀναβιβάζω]], ὅς ῥα τόθ’ ἵππων… ἐπέβησε Ἰλ. Θ. 129· πολλοὺς δὲ πυρῆς ἐπεβησ’ ἀλεγεινῆς Ι. 546 (542)· ὥς κ’ ἐμὲ… ἐμῆς ἐπιβήσετε (Ἐπικ. ἀντὶ -ητε) πάτρης Ὀδ. Η. 223· τινὰς ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 59· [[ἐπιτίθημι]], νευρὰν ἐπέβασε λιγυκλαγγῆ κορώνας Βακχυλ. 5. 73 (ἔκδ. Blass)·- οὕτω καὶ κατὰ Μέσ. ἀόρ. α΄, [[πολλάκις]] ἁ [[δαίμων]] μιν ἑῷ ἐπεβήσατο δίφρῳ Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 65. 2) μεταφ. (ὡς ἐν. Ι. 4), εὐκλεΐης ἐπίβησον, «δόξης ἐπιβῆναι ποίησον» (Σχόλ), Ἰλ. Θ. 285· σαοφροσύνης ἐπέβησαν (γνωμ. ἀόρ.), φέρουσιν εἰς τὰς φρένας του, Ὀδ. Ψ. 13· [[ἔνθα]] με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησεν ἀοιδῆς, κατέστησάν με μέτοχον αὐτῆς, δηλ. μὲ ἐδίδαξαν νὰ ᾄδω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 166· εἴ σε [[τύχη]]… ἡλικίας ἐπέβησεν, ἄν σε εἶχε φέρῃ ἡ [[τύχη]] εἰς πλήρη ἡλικίαν, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 39. 3) ἠὼς πολλούς ἐπέβησε (γνωμ. ἀόρ.) κελεύθου, ἡ αὐγὴ πολλοὺς ἐγείρει καὶ κινεῖ εἰς τὸν δρόμον των, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582.
|lstext='''ἐπιβαίνω''': μέλλ. - βήσομαι: πρκμ. - βέβηκα: ἀόρ. ἐπέβην: πρστ. ἐπίβᾱ (ἀντὶ -βηθι) Θέογν. 847: Μέσ. ἀόρ. ἐπεβησάμην (οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται ἀείποτε τὸν Ἰων. τύπον ἐπεβήσετο, προστ. ἐπιβήσεο). Α. ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ἀμετάβ., [[ἀνέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]]: 1) [[μετὰ]] γεν., βάλλω τὸν [[πόδα]] μου [[ἐπάνω]], πατῶ, περιπατῶ [[ἐπάνω]] εἴς τι, γαίης, ἠπείρου Ὀδ. Ι. 83, κτλ.· πόληος, πατρίδος, Τροίης Ἰλ. Π. 396, Ὀδ. Δ. 521, Ξ. 229· ἀδύτων ἐπιβὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1035· καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, μὴ ἐπιβαίνειν τῶν σφετέρων οὔρων, νὰ μὴ πατήσωσιν εἰς τὰ σύνορα αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 125, πρβλ. Θουκ. 1. 103, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 6, Πλάτ. Νόμ. 778Ε· πυρῆς ἐπιβάντα, «ἐπιβιβασθέντα, ἐπιτεθέντα» (Σχολ.), ἐπὶ πτώματος, Ἰλ. Δ. 99:- [[ὡσαύτως]], [[ἐπιβαίνω]] ἐπί τινος Ἡρόδ. 2. 107. 2) [[ἀναβαίνω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, πύργων, νεῶν, ἵππων, δίφρου, εὐνῆς Ὅμ.· [[μάλιστα]] κατὰ [[μέσον]] ἀόρ., π. χ. ἐπεβήσετ’ ἀπήνης Ὀδ. Ζ. 78· ἐπ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 9. 70· λέκτρων… ἐπιβῆναι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 40:- [[ὡσαύτως]], ἐπ. ἐπὶ νηὸς Ἡρόδ. 8. 118. 3) ἐπὶ χρόνου, [[φθάνω]] εἰς…, [[τετταράκοντα]] δὲ ἐπιβαίνοντα ἐτῶν Πλάτ. Νόμ 666Β· εἴη δ’ [[ἐνναέτης]] ἢ καὶ δεκάτω (Δωρικ. γεν.) ἐπιβαίνοι (δεκάτῳ Meineke) Θεόκρ. 26. 29· τῆς μειρακίων ἡλικίας Ἡρῳδιαν. 1. 3. 4) [[ὡσαύτως]] ἐν ποικίλαις μεταφ. ἐννοίαις, πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν, εἰς τὸ [[ἄκρον]] τῆς ἀναιδείας ἦλθον, κατέστησαν ἀνεδαίσταται, Ὀδ. Χ. 424· ἀλλ’ [[ἕπευ]], [[ὄφρα]] σφῶϊ ἐυφροσύνης ἐπιβῆτον, «ἵνα [[ἄμφω]] κατὰ τὸ [[ἦτορ]] ὑμῶν εὐφροσύνης ἐπιβαίητε, ὃ περιφραστικῶς δηλοῖ τὸ ἵνα χαρείητε» (Σχόλ.), Ψ. 52· τέχνης ἡμετέρης ἐπιβήμεναι [[οὔτι]] [[μεγαίρω]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμῆν 465· εὐσεβίας ἐπιβαίνοντες, «εὐσεβῶς πατοῦντες» (Σχολ.), Σοφ. Ο. Κ. 189· δόξης οὔποτε τῆσδ’ ἐπιβάντες, οὔποτε διανοηθέντες τοιοῦτόν τι, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1463· ἔτους δωδεκάτου ἐπιβάς, εἰσελθὼν εἰς τὸ…, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 689. 3· καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐπ. σοφίας, ἐπιλαμβάνεσθαι, Πλάτ. Ἐπιν. 981Α, ἴδε Ruhnk. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 311· ἐπ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, δράττεσθαι, Ἀππ. Συρ. 2, Σαμνιτ. 1, κτλ., πρβλ. κατωτ. Β. 2. ΙΙ [[μετὰ]] δοτ., [[ἀναβαίνω]] [[ἐπάνω]], [[ἔρχομαι]] [[ἐπάνω]], ναυσὶ Θουκ. 7. 70 πρβλ. Ἰλ. β. 351· ἐπ. τῇ Σικελίᾳ Διόδ. 16. 66· ἵππῳ Λουκ. Ὄν. 27· μεταφ., ἐπ. ἀνορέαις Πινδ. Ν. 3. 34:- [[ὡσαύτως]], ἐπ. ἐπὶ πύργῳ Ἡρόδ. 1. 181. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., [[προσβάλλω]] τινά, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, ἐπιβῆναι μεθ’ ἡμῶν τῷ Ἀσσυρίῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 26, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], [[πλησιάζω]], Πίνδ. Ἀποσπ. 58. 8. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, [[κατέρχομαι]] εἴς τι [[μέρος]], παρ’ Ὁμ. δὶς ἐπὶ θεῶν κατερχομένων εἴς τι [[μέρος]] ἐκ τοῦ Ὀλύμπου, Πιερίην ἐπιβάς, ἐπιβᾶσα Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50· [[οὕτως]], ἐπ. καιρόν, «τοῦ καιροῦ τῇ ἀληθείᾳ τυχὼν» (Σχολ.), Πίνδ. Ν. 1. 27:- ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], προχωρῶ εἴς τι [[μέρος]], [[εἰσέρχομαι]], Ἡρόδ. 7. 50, Σοφ. Αἴ. 144:- [[οὕτως]], ἐπιβ. ἐπὶ χώραν Δημ. 278. 21· εἰς…, Διόδ. 14. 84. 2) μετ’ αἰτ. προσ. σπανίως, [[προσβάλλω]], ὡς τὸ [[ἐπέρχομαι]], καὶ μόνον ποιητ., Σοφ. Αἴ. 137, Ἠλ. 492, πρβλ. Φιλ. 194, Ἰλ. Π. 69. 3) [[ἀναβαίνω]], νῶθ’ ἵππων ἐπιβάντες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 286· ἐπὶ ἵππον Ἡρόδ. 4. 22· ἐπὶ νῆα ὁ αὐτ. 8. 120:- ἐπὶ ὀχείας τῶν ζῴων, ποιοῦνται τὸν συνδυασμὸν τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων ἐπιβαίνοντος ἐπὶ τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 2, 3. 4) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), ἐπιβῆναι τὸν [[πόδα]] τινὶ Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· ἐπιβὰς τῇ βύρσῃ τὸν δεξιὸν [[πόδα]] ὑπισχνεῖται ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 48. IV. ἀπολ., πατῶ κἄπου, [[οὐδέ]] πῃ εἶχον [[οὔτε]] στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον, οὔτ’ ἐπιβῆναι Ὀδ. Μ. 434. 2) βαίνω ἐμπρός, προχωρῶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 677, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 81· ἐπίβαινε [[πόρσω]] Σοφ. Ο. Κ. 179:- προχωρῶ εἰς τὰς ἀπαιτήσεις μου, Πολύβ. 1. 68, 8. 3) [[ἀναβαίνω]] ἐπὶ ἅρματος ἢ ἵππου, εἶμαι ἐπὶ ἁμάξης ἢ [[ἔφιππος]], Ἰλ. Ε. 666, Ἡρόδ. 3. 84· [[ἀναβαίνω]] εἰς [[πλοῖον]] ἢ εἶμαι [[ἐπιβάτης]] πλοίου, Ἰλ. Ο. 387, Σοφ. Αἰ. 357, Ἡρόδ. 8. 90, Θουκ. 1. 90, κτλ. Β. Μεταβατικὸν ἐνεργείας ἐν τῷ ἐνεργ. ἀόρ. α΄ (τὸ [[ἐπιβιβάζω]] καὶ [[ἐπιβάσκω]] χρησιμεύουσιν ὡς ἐνεστῶτες), [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἐπιβῇ, [[ἀναβιβάζω]], ὅς ῥα τόθ’ ἵππων… ἐπέβησε Ἰλ. Θ. 129· πολλοὺς δὲ πυρῆς ἐπεβησ’ ἀλεγεινῆς Ι. 546 (542)· ὥς κ’ ἐμὲ… ἐμῆς ἐπιβήσετε (Ἐπικ. ἀντὶ -ητε) πάτρης Ὀδ. Η. 223· τινὰς ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 59· [[ἐπιτίθημι]], νευρὰν ἐπέβασε λιγυκλαγγῆ κορώνας Βακχυλ. 5. 73 (ἔκδ. Blass)·- οὕτω καὶ κατὰ Μέσ. ἀόρ. α΄, [[πολλάκις]] ἁ [[δαίμων]] μιν ἑῷ ἐπεβήσατο δίφρῳ Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 65. 2) μεταφ. (ὡς ἐν. Ι. 4), εὐκλεΐης ἐπίβησον, «δόξης ἐπιβῆναι ποίησον» (Σχόλ), Ἰλ. Θ. 285· σαοφροσύνης ἐπέβησαν (γνωμ. ἀόρ.), φέρουσιν εἰς τὰς φρένας του, Ὀδ. Ψ. 13· [[ἔνθα]] με τὸ πρῶτον λιγυρῆς ἐπέβησεν ἀοιδῆς, κατέστησάν με μέτοχον αὐτῆς, δηλ. μὲ ἐδίδαξαν νὰ ᾄδω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 166· εἴ σε [[τύχη]]… ἡλικίας ἐπέβησεν, ἄν σε εἶχε φέρῃ ἡ [[τύχη]] εἰς πλήρη ἡλικίαν, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 39. 3) ἠὼς πολλούς ἐπέβησε (γνωμ. ἀόρ.) κελεύθου, ἡ αὐγὴ πολλοὺς ἐγείρει καὶ κινεῖ εἰς τὸν δρόμον των, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582.
}}
{{bailly
|btext=<b>A.</b> <i>intr. aux temps suiv. : prés., impf.</i> ἐπέβαινον, <i>f.</i> ἐπιβήσομαι, <i>ao.2</i> ἐπέβην, <i>pf.</i> ἐπιβέβηκα);<br /><b>I.</b> marcher sur, gén. :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> ἐπ. γαίης OD, γῆς OD, ἠπείρου OD mettre le pied sur la terre, sur la terre ferme ; ἐπ. πόληος IL atteindre une ville pour y rentrer, rentrer dans une ville ; [[τῶν]] οὔρων <i>(ion.)</i> HDT mettre le pied sur la frontière ; <i>avec</i> acc. : Πιερίην ἐπ. IL descendre en Piérie ; γῆν HDT entrer dans un pays ; ἐπ. ἐπὶ τὴν ἱερὰν χώραν DÉM entrer sur le territoire sacré ; <i>abs.</i> entrer dans une ville;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> entrer dans, arriver à, atteindre (un âge);<br /><b>3</b> <i>fig.</i> atteindre, parvenir à : εὐσεβίας SOPH à la piété ; être en possession de, jouir de : ἐϋφροσύνης OD de la félicité;<br /><b>II.</b> monter sur, gén. :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> ἐπ. ἵππων IL, δίφρου IL sur un char ; [[νηῶν]] IL monter sur des vaisseaux, s’embarquer ; ἐπιβὰς πυρῆς IL étant monté, <i>càd</i> ayant été placé sur le bûcher ; avec le dat. : ἐπ. ἵππῳ LUC monter à cheval ; ναυσίν THC s’embarquer ; <i>avec une prép.</i> : ἐπ. ἐπὶ [[νεώς]] HDT monter à bord d’un navire ; ἐπὶ [[τὰς]] [[ναῦς]] THC s’embarquer sur les vaisseaux;<br /><b>2</b> <i>en parl. d’animaux</i> ταῖς ἵπποις LUC couvrir les juments;<br /><b>3</b> <i>abs.</i> monter sur un char, <i>ou</i> à cheval, <i>ou</i> sur un navire;<br /><b>III.</b> marcher sur <i>ou</i> vers :<br /><b>1</b> <i>avec idée d’hostilité</i> marcher contre (<i>cf. fr. marcher sur l’ennemi</i>), attaquer, <i>d’ord.</i> avec le dat. : <i>fig.</i> ἐπ. τοῖς ἀρίστοις PLUT attaquer les meilleurs citoyens ; <i>abs.</i> [[ὅταν]] πληγὴ Διὸς ἐπιβῇ SOPH lorsqu’un coup de Zeus frappe (un homme);<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> marcher en avant, s’avancer : ἐπίβαινε [[πόρσω]] SOPH approche ! ἐπ. ῥυθμῷ πρὸς αὐλόν PLUT s’avancer en cadence au son de la flûte ; <i>fig.</i> τὰ παθήματα πρὸς αὐτὸν ἐπέβη SOPH <i>litt.</i> la souffrance s’est approchée de lui, l’a saisi ; <i>fig.</i> ἐπ’ ἀναιδείης ἐπ. OD en venir à l’impudence, devenir impudent;<br /><b>B.</b> <i>tr. (ao.</i> ἐπέβησα, <i>auquel</i> ἐπιβιβάσκω <i>ou</i> [[ἐπιβάσκω]] <i>servent de prés.</i>);<br /><b>I.</b> faire marcher sur, faire mettre le pied sur le sol de : πάτρης OD de la patrie;<br /><b>II.</b> faire monter :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> ἐπ. τινὰ ἵππων IL faire monter qqn sur un char ; πολλοὺς πυρῆς IL faire monter beaucoup d’hommes sur le bûcher, <i>càd</i> faire périr beaucoup d’hommes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ἐπ. τινὰ εὐκλείης IL élever qqn jusqu’à la gloire ; σαοφροσύνης OD jusqu’à la sagesse;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιβαίνομαι faire monter sur : ὄχέων IL sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βαίνω]].
}}
}}