3,274,201
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστός''': ὁ, (ἄστυ) [[κάτοικος]] τοῦ ἄστεως, [[πολίτης]], ἀστοῖσιν ἀρήγων Ἰλ. Λ. 242· ἀστοί τε φίλοι τε Ὀδ. Ν. 192, κτλ.· ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[πολίτης]], καθ’ ὅσον ἀστὸς μὲν [[εἶναι]] ὁ ἔχων ἀστικὰ δικαιώματα μόνον, ἐνῷ [[πολίτης]] [[εἶναι]] ὁ ἔχων καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 8· ἀστὸς πικρὸς πολίταις Εὐρ. Μήδ. 223: - οἱ ἀστοί, ὁ [[λαός]], ὁ κοινὸς [[λαός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ἀγαθοί, Πινδ. Π. 3. 124· ἀστὸς ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ξένος]], ὁ αὐτ. Ο. 7. 165, Ἡρόδ. 2. 160., 3. 8· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, Λυσ. 104, 41, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 817, Ο. Κ. 13, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέτοικος]], Πλάτ. Πολ. 563Α. - θηλ. [[ἀστή]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ἀστός''': ὁ, (ἄστυ) [[κάτοικος]] τοῦ ἄστεως, [[πολίτης]], ἀστοῖσιν ἀρήγων Ἰλ. Λ. 242· ἀστοί τε φίλοι τε Ὀδ. Ν. 192, κτλ.· ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[πολίτης]], καθ’ ὅσον ἀστὸς μὲν [[εἶναι]] ὁ ἔχων ἀστικὰ δικαιώματα μόνον, ἐνῷ [[πολίτης]] [[εἶναι]] ὁ ἔχων καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 8· ἀστὸς πικρὸς πολίταις Εὐρ. Μήδ. 223: - οἱ ἀστοί, ὁ [[λαός]], ὁ κοινὸς [[λαός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ἀγαθοί, Πινδ. Π. 3. 124· ἀστὸς ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ξένος]], ὁ αὐτ. Ο. 7. 165, Ἡρόδ. 2. 160., 3. 8· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, Λυσ. 104, 41, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 817, Ο. Κ. 13, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέτοικος]], Πλάτ. Πολ. 563Α. - θηλ. [[ἀστή]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> habitant d’une ville, citadin;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> citoyen originaire d’Athènes.<br />'''Étymologie:''' [[ἄστυ]]. | |||
}} | }} |